ἐπιμήκους

ἐπιμήκους
ἐπιμήκης
longish
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • Χαλκίδα — Πόλη (51.646 κάτ.) της Εύβοιας, πρωτεύουσα του νομού. Είναι χτισμένη στη δυτική ακτή του νησιού και στο πλησιέστερο σημείο της (περίπου 40 μ.) προς την ακτή της Βοιωτίας (όπου άλλωστε έχει απλωθεί η X. και όπου υπάρχει και ο σιδηροδρομικός… …   Dictionary of Greek

  • επίφυση — Αδένας του ανθρώπινου σώματος. Έχει βάρος 100 180 γρ., σχήμα κωνικό, σαν καρπός πεύκου, και βρίσκεται στη μέση του εγκεφάλου, στο πίσω μέρος του, στην οροφή της τρίτης κοιλίας. Παρομοιάζεται με φράγμα που συγκρατεί τις σεξουαλικές ορμόνες. Όταν… …   Dictionary of Greek

  • ημιπύροφις — όφεως, η είδος παλαιού επιμήκους πυροβόλου που έβαλλε σφαιρικά βλήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πύροφις «πυροβόλο όπλο»] …   Dictionary of Greek

  • καρχήσιο — το (Α καρχήσιον και δωρ. τ. καρχάσιον) το άνω άκρο τού ιστού τών ιστιοφόρων πλοίων αρχ. 1. είδος επιμήκους ποτηριού, κυπέλλου με δύο λαβές που εκτείνονταν από τα χείλη μέχρι τη βάση του, το οποίο αναφέρεται από πολλούς αρχαίους συγγραφείς ως… …   Dictionary of Greek

  • κοιλάδα — Επιμήκης ύφεση της γήινης επιφάνειας μεταξύ δύο πλαγιών, μέσα στην οποία αποτίθενται συνήθως προσχώσεις ποικίλου πάχους. Στο βύθισμα αυτό, που μπορεί να έχει γραμμική διάταξη ή να είναι μια επίπεδη λωρίδα ευρύτερη ή στενότερη, ρέει συνήθως ένα… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • λογχοπέλεκυς — έκεως, ο είδος επιμήκους παλαιάς λόγχης που έφερε κάτω από την αιχμή αμφίστομο πέλεκυ, αλλ. αλαβάρδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + πέλεκυς] …   Dictionary of Greek

  • μεσολόβιος — α, ο θηλ. και ος 1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αφορά στους λοβούς ενός οργάνου ή βρίσκεται ανάμεσα τους (α. «μεσολόβιος πλευρίτιδα» β. «μεσολόβιος σχισμή» γ. «μεσολόβιος χώρος») 2. (το ουδ., ως ουσ.) το μεσολόβιο ανατ. μεγάλος εγκάρσιος σύνδεσμος… …   Dictionary of Greek

  • μουριά — Φυλλοβόλο δέντρο του γένους μορέα της οικογένειας των μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Στην Ελλάδα τη μετέφεραν από την Κίνα, μαζί με αβγά μεταξοσκώληκα, Έλληνες μοναχοί, κατά την περίοδο της αυτοκρατορίας του Ιουστινιανού. Έκτοτε εγκλιματίστηκε και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”